κατεξανάστασις

κατεξανάστασις
κατεξανάστασις
rebellion against
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατεξανάστασις — κατεξανάστασις, άσεως, ἡ (Α) [κατεξανίσταμαι] 1. εκδήλωση αντίστασης ή αντίδρασης εναντίον κάποιου, εξέγερση εναντίον κάποιου, σύγκρουση με κάποιον 2. περιφρόνηση, έλλειψη εκτίμησης ενός πράγματος …   Dictionary of Greek

  • κατεξανάστασιν — κατεξανάστασις rebellion against fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”